- λουλούδισμα
- το [λουλουδίζω]1. το να βγάζει άνθη ένα φυτό, άνθηση, ανθοφορία2. μτφ. θαλερότητα, ακμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 625 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται κοντά στη Νιγρίτα πάνω στον δρόμο προς τις Σέρρες. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νιγρίτης. * * * ἄνθη, η (Α) 1. η πλήρης άνθηση λουλουδιού ή φυτού, το λουλούδισμα 2. η εποχή της … Dictionary of Greek